αλφιτοπώλης

αλφιτοπώλης
ἀλφιτοπώλης, ο (θηλ. ἀλφιτόπωλίς) (Α)
1. αυτός που εμπορεύεται άλφιτα, ο αλευροπώλης
2. (ως επίθ. στη φρ.) «ἀλφιτόπωλις στοά», αγορά τής Αθήνας, όπου πουλούσαν αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον(-α) + -πώλης < πωλῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀλφιτοπώλης — seller of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλφιτοπῶλαι — ἀλφιτοπώλης seller of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλφιτοπώλαις — ἀλφιτοπώλης seller of masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλφιτοπώλην — ἀλφιτοπώλης seller of masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλφιτοπώλας — ἀλφιτοπώλᾱς , ἀλφιτοπώλης seller of masc acc pl ἀλφιτοπώλᾱς , ἀλφιτοπώλης seller of masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… …   Dictionary of Greek

  • άλφιτον — ἄλφιτον, το (Α) (στον ενικό μόνο στον Όμηρο) 1. ξεφλουδισμένο ή χοντροκοπανισμένο κριθάρι 2. φρ. «ἀλφίτου ἀκτίς», κριθάλευρο (συνήθως στον πληθυντικό) τὰ ἄλφιτα 3. χονδροκομμένο αλεύρι, πληγούρι (σε αντίθεση με τα ἀλείατα*), με το οποίο συνήθιζαν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”